κογχύλῃς

κογχύλῃς
κογχύλη
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κογχύλης — κογχύλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού …   Dictionary of Greek

  • κογχυλόχρους — κογχυλόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τής κογχύλης, τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + χρους (< χρώς), πρβλ. μελάγ χρους, τεφρό χρους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”